FOCUS

Μανώλης Γλέζος: Οι σύντροφοι που έφυγαν, η μάνα, ο Πικάσο

Μανώλης Γλέζος: Οι σύντροφοι που έφυγαν, η μάνα, ο Πικάσο
Pablo Picasso, Le Parthénon, 2/7/1959, Μολύβι σε χαρτί, 12,5 x 19,5 εκ. Ιδιωτική συλλογή

Καμιά φορά οι επιλογές της ειδησεογραφίας αποτελούν ορθή ένδειξη για τη σημασία των γεγονότων.

Τον τελευταίο μήνα, εν μέσω της κορύφωσης της επιδημίας, μόνο μία είδηση κατάφερε να μπει μπροστά από τον κορωνοϊό: Ο θάνατος του Μανώλη Γλέζου.

Ο χαμός του ανθρώπου-συμβόλου της Αντίστασης προκάλεσε γενική θλίψη. Το σύνολο του πολιτικού κόσμου έπλεξε το εγκώμιου του εκλιπόντος ο οποίος ταύτισε τη ζωή του με τη μεγάλη περιπέτεια της Αριστεράς.

Ακόμα μεγαλύτερη σημασία όμως έχει η συναισθηματική φόρτιση των πολιτών. Μπορεί λόγω των περιοριστικών μέτρων να μην γίνει πάνδημος ο τελευταίος αποχαιρετισμός στον Μανώλη Γλέζο, εντούτοις, τα social media γέμισαν με συγκινητικά λόγια για τον μεγάλο εκλιπόντα.

Πολλοί ήταν και αυτοί που ανταποκρίθηκαν στο διαδικτυακό κάλεσμα και απότισαν φόροτιμής από τα μπακλόνια τους.

Ο Μανώλης Γλέζος δεν τιμάται μόνο ως ήρωας της Αντίστασης στον ναζισμό, αλλά και ως μια μεγάλη προσωπικότητα που παρέμεινε πάντοτε προσιτή στους «πολλούς».

Είναι χαρακτηριστικά όσα είπε ο πρώην υπουργός και στέλεχος της ΛΑΕ Δημήτρης Στρατούλης στο CNN Greece:

«Ήμουν πολύ τυχερός, που υπήρξα συνταξιδιώτης του στις φουρτουνιασμένες θάλασσες των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων για δημοκρατία, ελευθερία και κοινωνική πρόοδο, με αυτόν πάντα στην πρώτη γραμμή, οδηγό και καπετάνιο μας. Ήταν ανοιχτόκαρδος και στοχοπροσηλωμενος. Πολλοί λένε ότι ήταν και "ξεροκέφαλος". Όμως, γι' αυτό ήταν ασυμβίβαστος, αντισυστημικός και απροσκύνητος σε μία εποχή που ο κόσμος μας ήταν γεμάτος "χλωροκέφαλους" και συμβιβασμένους».

Οι σταθμοί της ζωής του

Είναι εξαιρετική δύσκολο να συνοψίσει κανείς τα 98 χρόνια της ζωής του Γλέζου στις λίγες γραμμές ενός δημοσιογραφικού κομματιού. Είναι τόσο πολλά και τόσο σημαντικά τα γεγονότα του βίου του, που κάθε απόπειρα σύνοψης είναι εκ των πραγμάτων ελλιπής. Εντελώς ενδεικτικά λοιπόν, σταχυολογούμε τους πιο σημαντικούς σταθμούς της ζωής του Μανώλη Γλέζου.

  • Γεννήθηκε στην Απείρανθο της Νάξου στις 9 Σεπτεμβρίου 1922
  • Στο σχολείο συμμετέχει σε αντιφασιστική ομάδα ενάντια στην κατοχή της της Δωδεκανήσου από τους Ιταλούς και τη δικτατορία Μεταξά.
  • Τη νύχτα της 30ης προς 31ης Μαΐου 1941 μαζί με τον Λάκη Σάντα κατεβάζουν τη σβάστικα από την Ακρόπολη. Είναι μια από τις πρώτες αντιστασιακές πράξεις στην Ευρώπη και μια από τις πιο λαμπρές σελίδες της ελληνικής ιστορία.
  • Συμμετέχει στην Αντίσταση μέσα από τις γραμμές της ΟΚΝΕ, του ΕΑΜ Νέων και της ΕΠΟΝ.
  • Μετά την Κατοχή συμμετέχει ενεργά στο ΚΚΕ και την ΕΔΑ.
  • Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου και τις μετεμφυλιοπολεμικής περιόδου υφίσταται συνεχείς διώξεις. Καταδικάστηκε δις εις θάνατον και παρέμεινε συνολικά 16 χρόνια δε φυλακές. Ως διευθυντικό στέλεχος του Ριζοσπάστη αρχικά και της Αυγής αργότερα παραπέμφθηκε σε 28 δίκες για αδικήματα Τύπο.
  • Στις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου 1951, παρότι φυλακισμένος, εκλέχθηκε βουλευτής Αθηνών με την ΕΔΑ.
  • Στις εκλογές της 29ης Οκτωβρίου 1961 εξελέγη και πάλι βουλευτής Αθηνών με την ΕΔΑ, παρά το γεγονός ότι βρισκόταν στη φυλακή.
  • Συλλαμβάνεται την 21η Απριλίου και παραμένει φυλακισμένος μέχρι το 1971.
  • Στη Μεταπολίτευση διατηρεί την ΕΔΑ και στη συνέχεια εκλέγεται βουλευτής του ΠΑΣΟΚ.
  • Το 1986 εκπλήσσεις τους πάντες όταν εγκαταλείπει την κεντρική πολιτική σκηνή κι ελέγεται κοινοτάρχης Απειράνθου Νάξου.
  • Πρωτοστατεί στη συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ. Εκλέγεται βουλευτής το 2012 κι ευρωβουλευτή το 2014. Αποχωρεί το καλοκαίρι του 2015.

H μάνα

Για το ποιος ήταν ο Μανώλης Γλέζος, λέει πολλά η απάντηση στη ερώτηση ποια είναι η πιο έντονη ανάμνησή του:

«Η πιο έντονη ανάμνηση της ζωής μου, είναι η μάνα μου. Με ρωτάνε διαρκώς για τη σημαία. Εγώ όμως, ακόμα κι από την ιστορία της σημαίας, θυμάμαι τη μάνα μου. Όταν γυρίζαμε εκείνη την ημέρα στα σπίτια μας, η ώρα ήταν περασμένη, μετά τα μεσάνυχτα. Πάω στο σπίτι και βλέπω τη μάνα μου ένα κουβάρι στα σκαλοπάτια απ' έξω. Με περίμενε. Την πλησιάζω και της λέω, "Μάνα!". Σηκώνεται απότομα, με πιάνει από τον λαιμό, με πάει στην κουζίνα για να μην ακούσουν οι άλλοι και ξυπνήσουν και μου λέει, "Πού ήσουν;". Τότε εγώ ανοίγω το σακάκι και της δείχνω το κομμάτι της σβάστικας που είχαμε κόψει. Με αγκαλιάζει, με φιλάει και μου λέει, "Πήγαινε κοιμήσου". Την άλλη μέρα το πρωί, ακούω τον εξής διάλογο: Ο πατριός μου τη ρωτάει, "Πού ήταν χθες το βράδυ ο μεγάλος σου γιος;". Του απαντάει, "Ανέβα στην ταράτσα και κοίταξε στην Ακρόπολη". Ποτέ μου δεν τη ρώτησα πώς το κατάλαβε. Θα το θεωρούσα προσβολή στη νοημοσύνη της. Αλλά για μένα αυτό ήταν το πιο συγκινητικό συμβάν στην ιστορία μου. Η μάνα μου».

Ο Πικάσο

Δεν είναι ευρέως γνωστό ότι ο Πάμπλο Πικάσο έχει αφιερώσει ένα έργο του στο Μανώλη Γλέζο. Την ιστορία αφηγείται ο εικαστικός επιμελητής Θεόφιλος Τραμπούλης, επιμελητής του καταλόγου της 1ης Μπιενάλε της Αθήνας όπου είχε εκτεθεί για πρώτη φορά το έργου του Πικάσο:

«Το 1958, συλλαμβάνεται και πάλι, αυτήν τη φορά από το καραμανλικό κράτος, ο Μανώλης Γλέζος, ο οποίος μαζί με τον Απόστολο Σάντα, είχε κατεβάσει το 1941 τη ναζιστική σημαία από την Ακρόπολη. Είχαν προηγηθεί οι συλλήψεις του το 1941, το 1947, το 1948 και το 1952. Παραπέμπεται σε δίκη με την κατηγορία της κατασκοπείας, επειδή είχε συναντήσει τον Κώστα Κολιγιάννη. Ο Κολιγιάννης ασκούσε εκείνη την εποχή χρέη Γενικού Γραμματέα του ΚΚΕ στη θέση του καθαιρεθέντος από το 1956 Ζαχαριάδη και είχε μπει παράνομα στην Ελλάδα για οργανωτικούς λόγους του κόμματος. Στη δίκη του, ο Γλέζος θα δηλώσει ότι ήταν τριπλό του καθήκον αυτή η συνάντηση: ως ανθρώπου, επειδή γνώριζε προσωπικά από παλιά τον Κολιγιάννη· ως επαγγελματία, διότι ήταν δημοσιογράφος και η παρουσία του Κολιγιάννη στην Ελλάδα ήταν είδηση· και ως κομμουνιστή, για τον οποίο η επαφή με το ανώτερο στέλεχος του κόμματος ήταν αναντίρρητη υποχρέωση. Ο Γλέζος θα καταδικαστεί τελικά σε πενταετή κάθειρξη για συνεργία σε κατασκοπεία και θα φυλακιστεί από το 1959 έως το 1962.

Είναι η εποχή του Ψυχρού Πολέμου κατά την οποία συγκροτείται ένα νέο διεθνές μέτωπο μιας ουμανιστικής αριστεράς. Την άμεση απελευθέρωση του Γλέζου ζητάνε προσωπικότητες από όλη την Ευρώπη. Μεταξύ αυτών και ο Πάμπλο Πικάσσο, ενεργό μέλος του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος από το 1944 και στρατευμένος στην υποστήριξη όσων διώκονται στη Δύση για τις αριστερές τους πεποιθήσεις. Ίσως αυτές ακριβώς οι χειρονομίες του Πικάσσο –χειρονομίες με τη διπλή σημασία της λέξης: τόσο συμβολικές πράξεις αλληλεγγύης και πολιτικής έκφρασης όσο και ζωγραφικές εκρήξεις που πηγαίνουν πέρα από τη δεξιότητα και εγγράφουν το σώμα στην επιφάνεια του έργου (αν είναι δύο σημασίες αυτές)¬– να τον κατέστησαν έναν από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες του 20ού αιώνα. Λίγα χρόνια πριν, το 1952, την εποχή που εκτυλισσόταν η δίκη του Μπελογιάννη, είχε ζωγραφίσει τον περίφημο Άνθρωπο με το γαρύφαλλο. Τώρα, σχεδιάζει τον Παρθενώνα με σκοπό το σχέδιο να τυπωθεί σε καρτ ποστάλ και τα χρήματα από τις πωλήσεις της να διατεθούν στον αγώνα υποστήριξης του Γλέζου. Στην κορυφή του αετώματος στέκεται η μορφή του Γλέζου να εγείρει μια σημαία με το περιστέρι της ειρήνης. Η υπογραφή του Πικάσσο σχηματίζει τα ριζά του βράχου. Το σχέδιο γίνεται πρωτοσέλιδο στην Humanité με τίτλο Το μολύβι του Πικάσσο σε βοήθεια του Ήρωα της Ακρόπολης.

picasso glezos

Ο Γλέζος αποφυλακίζεται το 1962. Το 1963 επισκέπτεται τον Πικάσσο στο σπίτι του στην Aix-en-Provence. Ο Πικάσσο τον υποδέχεται ξαπλωμένος γιατί είναι άρρωστος. Όταν τον βλέπει τον αναγνωρίζει και το πρώτο πράγμα που του λέει είναι: Ελλάδα-Φως. Είναι η εποχή ακόμη που αυτή η σύνδεση δεν είναι στερεότυπη.»

Αυτοί που έφυγαν

Ο Μανώλης Γλέζος αφιέρωσε τη ζωή του στον αγώνα για μια δίκαιη κοινωνία. Την υπαρξιακή δέσμευσή του την είχε εξηγήσει ο ίδιος με τον πλέον γλαφυρό τρόπο. Παραθέτουμε χωρίς άλλα σχόλια: «Στις παραμονές των εκτελέσεων, στις παραμονές από κάθε μάχη, μαζευόμαστε και κουβεντιάζαμε. Και λέγαμε:

«Εάν εσύ ζεις, μη με ξεχάσεις. Εάν εσύ δε σε βρει το βόλι, όταν συναντάς τους ανθρώπους στο δρόμο, θα λες καλημέρα κι από μένα. Κι όταν πίνεις κρασί θα πίνεις κρασί κι από μένα. Κι όταν ακούς τον παφλασμό των κυμάτων, θα τον ακούς και για μένα. Κι όταν ακούς τον άνεμο, να περνάει μέσα από τα φύλλα, κι ακούς το θρόισμα του ανέμου, θα το ακούς και για μένα. Κι όταν χορεύεις, θα χορεύεις και για μένα! Μπορώ να ξεχάσω αυτόν τον κόσμο; Είναι δυνατόν; Το δυσκολότερο πράγμα για μένα είναι ότι ζω και οι άνθρωποι, οι φίλοι μου, οι άνθρωποι που πολέμησα μαζί τους, οι άνθρωποι που αντιμετωπίσαμε μαζί τον θάνατο, δεν ζούνε σήμερα. Μπορώ να τους ξεχάσω;»